ἔμειν'

ἔμειν'
ἔμεινα , μένω
stay
aor ind act 1st sg
ἔμεινε , μένω
stay
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐμεῖν — ἐμέω vomit fut inf act (attic epic doric) ἐμέω vomit pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пльвати — 1 (11), ПЛЮ|Ю, ѤТЬ гл. Плевать: плевахѹ на ст҃оѥ лице ѥго. КН 1285–1291, 609г; Ти же ст҃ли… плюють въ лѣвѹю рѹкѹ. десною же рѹкою слины размѧтш(е). помазають кр҃щаемаго. КР 1284, 271б; то же КВ к. XIV, 206а; что ради свои ноздри кръѥшi и сиче… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μεινίσκω — και μεινέσκω και μενέσκω και μνέσκω και μνίσκω 1. παύω, σταματώ 2. προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι 3. παραμένω σε μια κατάσταση ή διάθεση 4. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, γίνομαι 5. παραμένω στην ίδια θέση, μένω ακίνητος 6. χρονοτριβώ 7. διατηρούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • νύμφιος — νύμφιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) [νύμφη] 1. νυφικός («οὐκ ἔμειν ἐλθεῑν τράπεζαν νυμφίαν», Πίνδ.) 2. φρ. «νυμφία παρθένος» η νύφη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”